- Κέλτες
- Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη της Ρώμης από τον Βρέννο το 390 π.Χ.) έως τη Σικελία, ενώ άλλες ομάδες διέσχισαν τα Βαλκάνια, πέρασαν τον Βόσπορο και ίδρυσαν το βασίλειο της Γαλατίας στη Μικρά Ασία.
Οι Κ. ήταν οι βάρβαροι των Ρωμαίων και οι αρχαίοι συγγραφείς τούς περιέγραφαν γενικά ως ανθρώπους ψηλού αναστήματος, ξανθούς και ορμητικούς. Ήταν ακούραστοι πολεμιστές, διέθεταν καλό οπλισμό και πολεμικά άρματα, ενώ πολεμούσαν με μεγάλη επιδεξιότητα, ακόμα και έφιπποι. Στην πραγματικότητα, δεν αποτελούσαν μόνο μία φυλή αλλά περιλάμβαναν διάφορες φυλετικές ομάδες, που αναμείχθηκαν κατά τη διάρκεια των μεταναστεύσεων. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι υπήρχαν ανάμεσά τους και διαφορετικοί τύποι, όπως, για παράδειγμα, μελαχρινοί και μικρού αναστήματος. Φαίνεται ότι από μία από τις κελτικές φυλές οι Ρωμαίοι παρήγαγαν την ονομασία Γαλάτες, της οποίας η ρίζα, με ορισμένες παραλλαγές, εντοπίζεται στη σημερινή γαλλική απόδοση (Galles) της ονομασίας των Ουαλών (Welsh στα αγγλικά).
Οι ευρωπαϊκοί πολιτισμοί της πρώτης περιόδου της εποχής του χαλκού και του σιδήρου (πολιτισμοί Χάλστατ και Λα Τεν) επηρεάστηκαν έντονα από την άφιξη των λαών αυτών, οι οποίοι αποτύπωσαν επάνω τους τη δική τους σφραγίδα, εγκαινιάζοντας καινούργιες τεχνικές δυνατότητες και ανοίγοντας νέους πνευματικούς ορίζοντες. Αφού εγκαταστάθηκαν σε μόνιμους οικισμούς, εγκαταλείποντας την προηγούμενη νομαδική ζωή τους, δημιούργησαν μια ολόκληρη σειρά εργαλείων εξαιρετικής τελειότητας, επινόησαν την τροχαλία, νέους τύπους αρότρων και άλλων γεωργικών εργαλείων και νέες μεθόδους καλλιέργειας. Ο πολιτισμός Λα Τεν (από την ονομασία ενός χωριού στα περίχωρα της Νεσατέλ, στην Ελβετία) ήταν διαδεδομένος κατά τους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες, αρχικά στην αριστερή όχθη του Ρήνου και αργότερα στην Ελβετία, στη Γαλλία, στην πεδιάδα του Πάδου και στη Βαυαρία.
Οργανωμένοι σε πατριές και φυλές, μόνο σε περίπτωση πολέμου εξέλεγαν αρχηγό, ο οποίος ασκούσε την εξουσία του με τη βοήθεια ενός συμβουλίου γερόντων. Οι K., αντίθετα από τους Ρωμαίους που θεωρούσαν το κράτος πηγή δημοσίου δικαίου, είχαν μια τελείως πρωτότυπη αντίληψη περί ατομικής ελευθερίας, που περιοριζόταν μόνο από μια αυθόρμητη συνοχή ενώπιον ενός κοινού κινδύνου. Επειδή αρνούνταν κάθε είδους εξουσία, δυσπιστούσαν προς τα γραπτά κείμενα, προτιμώντας τον λόγο, είτε επρόκειτο για θέματα που αφορούσαν τη ζωή της πατριάς είτε για πνευματικά και θρησκευτικά θέματα. Η διδασκαλία των δρυΐδων, δηλαδή των ιερέων της κελτικής κοινωνίας, είχε ως σκοπό την παροχή πληροφοριών μάλλον παρά τη βαθιά γνώση: χρησιμοποιούσαν τον λόγο ως πειστικότερο και απλούστερο μέσο για να κάνουν αποδεκτή την παράδοση.
Δεδομένου ότι αυτοί οι διαιρεμένοι λαοί είχαν ως μόνα κοινά στοιχεία τους τον πολιτισμό και τη θρησκεία τους, ήταν εύκολο για τον Καίσαρα να διεξαγάγει την εκστρατεία του (1ος αι. π.Χ.) και να τους επιβάλει το ρωμαϊκό δίκαιο, στο οποίο άλλωστε οι Κ. προσαρμόστηκαν γρήγορα. Η κελτική παράδοση, που είχε διατηρηθεί κατά ένα μέρος, επέζησε σε ορισμένες περιφερειακές ζώνες.
κελτικές γλώσσες. Σύνολο ινδοευρωπαϊκών γλωσσών τις οποίες ομιλούσαν λαοί εγκατεστημένοι κατά την αρχαιότητα στην κεντρική και δυτική Ευρώπη. Η ιστορία και οι μαρτυρίες των τοπωνυμίων αποκαλύπτουν ότι η κελτική ομιλείτο κάποτε στις ευρωπαϊκές περιοχές που αντιστοιχούν στις σημερινές Βοημία, Αυστρία, νότια Γερμανία, βόρεια Ιταλία και Γαλλία. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση η κελτική εκτοπίστηκε στις περιοχές αυτές από τη λατινική και ακόμα από τις γερμανικές γλώσσες, ύστερα από τις μεγάλες μεταναστεύσεις που έγιναν κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Υπάρχουν λίγες επιγραφές, που χρονολογούνται περίπου από το 100 π.Χ., γραμμένες στην αρχαία κελτική γλώσσα της Γαλατίας. Οι Άγγλοι και Σάξονες εισβολείς, οι οποίοι έφεραν από την ηπειρωτική Ευρώπη τη λεγόμενη αρχαία αγγλική (που αποτέλεσε τη βάση της αγγλικής γλώσσας), βρήκαν ακόμα και στην Αγγλία πληθυσμούς που μιλούσαν κελτικές γλώσσες. Ωστόσο, η κελτική άσκησε ελάχιστη επίδραση στην αγγλική. Κελτικής καταγωγής είναι ορισμένες ονομασίες περιοχών (Κεντ, Ντέβον κλπ.), πόλεων (Ντόβερ, Λονδίνο, Γιορκ, Λιντς κλπ.) και ποταμών (Έιβον, Τάμεσης κλπ.). Από τις κελτικές γλώσσες που ομιλούνται ακόμα και σήμερα –από περιορισμένες όμως ομάδες– σημαντικότερη είναι η παραδοσιακή ιρλανδική (γαελική), η οποία είναι γνωστή από χειρόγραφα κείμενα, χρονολογούμενα από τον 8o αι. μ.Χ., μολονότι ορισμένες επιγραφές σε πέτρα είναι ίσως αρκετά προγενέστερες. Κλάδος της ιρλανδικής είναι η σκοτσέζικη γαελική που σπάνια ομιλείται. Πολλοί όροι της γλώσσας αυτής έχουν υιοθετηθεί από το λεξιλόγιο της κοινής αγγλικής, όπως π.χ. οι clan, plaid, slogan. (Σχετικά με τη διάδοση της γαελικής στην Ιρλανδία, βλ. λ. Ιρλανδία).
Ένας άλλος κλάδος της κελτικής οικογένειας αποτελεί τη βρετανική ομάδα, στην οποία ανήκουν η ουαλική, η βρετονική και η διάλεκτος της Κορνουάλης. Οι δύο πρώτες είναι γνωστές από κείμενα που χρονολογούνται από τον 8o αι.· η βρετονική, που ομιλείται στη βορειοδυτική ακτή της Γαλλίας, εισήχθη εκεί από τη Βρετανία, ίσως κατά τον 4o αι. Η διάλεκτος της Κορνουάλης, της οποίας τα παλαιότερα κείμενα χρονολογούνται από τον 9o αι., εξαφανίστηκε περίπου το 1800.
Μολονότι είναι γνωστές χιλιάδες κελτικές λέξεις, δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί κατά σαφή τρόπο η αρχαιότερη φάση της κελτικής γλώσσας. Αυτό συμβαίνει επειδή τα κύρια διασωθέντα ονόματα είναι πολύ περισσότερα από τα κοινά ονόματα, οι λέξεις είναι, στην πλειονότητά τους, μεμονωμένες (μόνο ορισμένες αποτελούν μέρος σύντομων φράσεων), ενώ, τέλος, αγνοείται η σημασία σχεδόν όλων των λέξεων που έφτασαν σε εμάς ως κελτικές. Εξαίρεση αποτελούν περίπου 250 λέξεις, οι οποίες μεταφράστηκαν από αρχαίους συγγραφείς, αλλά και λίγες εκατοντάδες λέξεων, των οποίων η σημασία είναι δυνατόν να διαπιστωθεί από τη σύγκριση με τις σύγχρονες κελτικές διαλέκτους. Μεταξύ των λέξεων κελτικής καταγωγής που συναντώνται στις διάφορες σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες είναι η βράκα (braca), η οποία σημαίνει τη χαρακτηριστική περισκελίδα των K. (την έχει περιγράψει ο Πολύβιος και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, ενώ υπάρχει και στη γλώσσα μας), και η bardos (βάρδος στα ελληνικά), που απαντάται στον Ρωμαίο ποιητή Λουκανό. Από τη λέξη αυτή προήλθε η αρχαία ιρλανδική bard (ποιητής), η βρετονική barz και η ουαλική bardd και barth· στη διάλεκτο της Κορνουάλης σημαίνει κωμικός μίμος.
κελτική θρησκεία.Μολονότι σήμερα είναι γνωστά –χάρη στα διασωθέντα λατρευτικά μνημεία τους– τα ονόματα πολλών κελτικών θεοτήτων, οι πληροφορίες που αφορούν τις θρησκευτικές δοξασίες των Κ. είναι, αντίθετα, τόσο αποσπασματικές ώστε είναι σχεδόν αδύνατον να καθοριστεί η ακριβής φύση των διαφόρων θεοτήτων. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές είναι δυνατόν να προσδιοριστεί το κελτικό πάνθεο.
Αν συγκριθούν οι μαρτυρίες του Καίσαρα (ο οποίος δίνει τις εγκυρότερες πληροφορίες για τη θρησκεία των Κ. κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους) και οι ιρλανδικοί επικοί θρύλοι (οι οποίοι υπάρχουν στην ιστορία της Tuatha de Damann –φυλής της θεάς Ντάνα– και προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για την ιρλανδική θρησκεία), διαπιστώνεται ότι οι κυριότερες κελτικές θεότητες ήταν ένας ανώτατος θεός, ένας ανώτατος θεός της δικαιοσύνης, ένας θεός πολεμιστής και δύο θεότητες της ιατρικής και των τεχνών, αντίστοιχα. Επίσης αντικείμενο λατρείας αποτελούσαν και ορισμένες γεωργικές θεότητες.
Η κελτική θρησκεία διατηρούσε, συνεπώς, τη διάρθρωση του ινδοευρωπαϊκού πανθέου. Ο ανώτατος θεός λατρευόταν, γενικά, υπό το όνομα Λουγκ· με το όνομα Σαμιλντανάχ (αυτός δηλαδή που είναι κάτοχος πολλών τεχνικών μέσων) επόπτευε τις τέχνες, προστάτευε τους ταξιδιώτες και το εμπόριο, ιδιότητα που εξηγεί την ομοιότητά του με τον θεό Ερμή των αρχαίων Ελλήνων. Προς τιμήν του, την 1η Αυγούστου κάθε χρόνου τελούσαν τη γιορτή Λουγκουασάχ, η οποία ήταν η σπουδαιότερη του κελτικού ημερολογίου. Η αρχαία ονομασία της Λιόν, Λούγδουνον (Lugdunum = Πόλη του Λουγκ), μαρτυρεί τη λατρεία του στη Γαλλία. Ο Ντάγκντα, ο αγαθός θεός, ήταν ο βασιλιάς του σύμπαντος και αντιστοιχούσε στον Juppiter των Ρωμαίων και στον Δία των αρχαίων Ελλήνων. Μαγικός θεός, είχε ως σύμβολό του ένα βαρύ σιδερένιο ρόπαλο που σκότωνε και ανάσταινε: ήταν θεός του ουρανού και πατέρας των πάντων. Ογκούνιος ήταν το όνομα του πολεμιστή θεού που κατείχε εξέχουσα θέση, γιατί υπερείχε όχι μόνο κατά τη φυσική δύναμη αλλά και κατά την ευγλωττία. Σύμφωνα με κάποιον περίεργο μύθο, μπορούσε να παρασύρει τους ανθρώπους στη μάχη έχοντάς τους κολλημένους στη γλώσσα του (μυθολογική παράδοση που υπογραμμίζει τη δύναμη της ευγλωττίας του). Ο θεός της ιατρικής ταυτιζόταν με τον Απόλλωνα και η θεά προστάτιδα των τεχνιτών με την Αθηνά. Επίσης, υπήρχε ένας θεός των σιδηρουργών, που ονομαζόταν Γκοϊμπονίου στην Ιρλανδία και Γκόβανον στην Ουαλία. Το βασίλειο των νεκρών κυβερνούσε ένας θεός που θεωρείτο γενάρχης του ανθρώπινου γένους και ονομαζόταν Μπίλε στην Ιρλανδία, Μπέλι στην Ουαλία και Dis Pater από τους Ρωμαίους. Η Επόνα, προστάτιδα θεά των αλόγων, η οποία εμφανίζεται σε ορισμένους ουαλικούς μύθους με το όνομα Ριανόν, είχε σχέση με το βασίλειο των νεκρών. Ο θεός Λιρ κυβερνούσε τη θάλασσα.
Στην κελτική κοινωνία κυριαρχούσε μια καλά οργανωμένη και ισχυρότατη ιερατική τάξη, οι δρυΐδες. Προέρχονταν από την τάξη των πολεμιστών, τελούσαν θυσίες και προστάτευαν τα ιερά δάση όπου διεξάγονταν οι θρησκευτικές τελετές. Χάρη σε αυτούς μπόρεσαν οι Κ. να διατηρήσουν κάποια ενότητα στη θρησκεία τους.
κελτική λογοτεχνία. Η κελτική φιλολογία περιλαμβάνει τα έργα σε ποιητικό και πεζό λόγο που γράφτηκαν από τον 4o αι. μ.Χ. έως τις ημέρες μας στις κελτικές γλώσσες της Ιρλανδίας, της Σκοτίας, της Κορνουάλης και της Βρετάνης. Όπως στις γλώσσες αυτές, έτσι και στην αντίστοιχη φιλολογική παραγωγή τους διακρίνονται δύο κύριες ομάδες: η κυρίως γαελική της Ιρλανδίας και της Σκοτίας και η βρετονική (κιμρική) της Κορνουάλης και της Βρετάνης.
Στη γαελική ομάδα, την πρώτη θέση κατέχει, όσον αφορά τον αριθμό αλλά και την αξία των έργων, η ιρλανδική φιλολογία. Τα πρώτα κείμενά της, γραμμένα στο χαρακτηριστικό oγκαμικό αλφάβητο –στο οποίο οι φθόγγοι παριστάνονται με λεπτές παράλληλες κάθετες ή λοξές γραμμές– είναι επιτύμβιες επιγραφές του 4ου και του 5ου αι. Ακολουθούν αργότερα, κατά τους 8o και 9o αι., πολυάριθμα γλωσσάρια στα περιθώρια λατινικών θρησκευτικών κειμένων (Επιστολές του Παύλου, Ψαλμοί κλπ.). Ωστόσο, κατά τους πρώτους αυτούς αιώνες υπάρχουν και τα πρωτότυπα έργα (ύμνοι και αποκαλυπτικά οράματα), ορισμένα από τα οποία διασώθηκαν μόνο στη λατινική γλώσσα. Η αρχαιότερη, μη θρησκευτική, ιρλανδική ποίηση είναι έργο των filid, ιστορικών και ποιητών που ζούσαν στις αυλές βασιλιάδων και φεουδαρχών και εξυμνούσαν τα κατορθώματά τους. Όπως συμβαίνει γενικά με τους εκπροσώπους του κελτικού πνευματικού πολιτισμού, οι μορφωμένοι αυτοί άντρες αποτελούσαν ιδιαίτερη τάξη, που είχε διάφορα προνόμια και υπαγόταν σε έναν αρχηγό ο οποίος ονομαζόταν ollamh. Τα θέματα που προτιμούσαν ήταν κυρίως οι θρύλοι. Άλλα χαρακτηριστικά ιρλανδικά έργα ήταν τα Icmhramha ή θαλασσινά ταξίδια, όπως εκείνο του αγίου Βρανδάνου, και τα Χρονικά, τα αρχαιότερα από τα οποία είναι του Τίγκερναχ, ο οποίος πέθανε το 1088. Κατά τους πιο πρόσφατους αιώνες η ιρλανδική λογοτεχνία χρησιμοποίησε και πάλι τα αρχαία μυθικά θέματα, ενώ εμπλουτίστηκε με αναρίθμητα λυρικά ποιητικά έργα.
Όσον αφορά τη γαελική φιλολογία της Σκοτίας, από τον 9o αι. (οπότε εμφανίστηκε) έως τον 16o υπήρξε αποκλειστικά ποιητική. Μόνο μετά τη θρησκευτική μεταρρύθμιση εμφανίστηκαν έργα σε πεζό λόγο. Αν και δεν είναι τόσο πλούσια όσο η ιρλανδική και παρουσιάζει λίγα πρωτότυπα κείμενα (σημειώσεις σε σκοτσέζικη γαελική σε ένα λατινικό Ευαγγέλιο του 9ου αι.), έχει ωστόσο να επιδείξει τα έπη του Φίνγκαλ, τα οποία εμπνέονται από τους ιρλανδικούς οσιανικούς θρύλους και δημοσιεύτηκαν το 1762 από τον Τζέιμς Μακφέρσον.
Σχετικά νεότερη και λιγότερο πλούσια από τη γαελική είναι η βρετονική ή κιμρική φιλολογία, η οποία περιλαμβάνει τον κλάδο welsh ή ουαλικό. Από αυτόν σώζονται ορισμένα χειρόγραφα στο Μαύρο Βιβλίο (Black Book) του Καρμάρθεν –συλλογή ποιημάτων του 13ου αι.– και τα ποιήματα του Ταλιέσιν (13ος αι.). Την εποχή αυτή τα επικά και λυρικά ποιήματα αποτελούσαν έργο των βάρδων, ποιητών-μουσικών, οι oποίοι, όπως οι Ιρλανδοί filid, αποτελούσαν μια προνομιούχα τάξη. Ο σπουδαιότερος από αυτούς ήταν ο Ντάφιντ αμπ Γκουίλιμ, μία από τις μεγαλύτερες μορφές της μεσαιωνικής λογοτεχνίας, ο οποίος πέθανε το 1368. Μεγάλο μέρος των ουαλικών επικών μυθιστορημάτων έχει γραφτεί σε πεζό λόγο, ενώ τα θέματά τους είναι εμπνευσμένα από τη ζωή των ιπποτών. Η αρχαιότερη και αξιολογότερη συλλογή τέτοιων αφηγήσεων τιτλοφορείται Mabinogion (όχι παλαιότερη του 12oυ αι.). Με τη μετάφραση της Βίβλου (1588) άρχισε η σύγχρονη εποχή των ουαλικών γραμμάτων. Η κιμρική φιλολογία της Κορνουάλης, μάλλον φτωχή, περιλαμβάνει κυρίως θρησκευτικά μυστήρια, δραματικά έργα γραμμένα κυρίως κατά τα λατινικά πρότυπα (μια τριλογία της δημιουργίας, του θανάτου και της ανάστασης, μια βιογραφία του αγίου Μεριαντέκ από το 1304, κ.ά.).
Η βρετονική φιλολογία εισήχθη στην ευρωπαϊκή ήπειρο μαζί με το κιμρικό ιδίωμα από μετανάστες της Κορνουάλης. Στην παραγωγή της ανήκουν, επίσης, γλωσσάρια σε λατινικά κείμενα (9ος-10ος αι.). Όμως, η κυρίως φιλολογική παραγωγή άρχισε από το τέλος του 15ου αι., με έργα στην ουσία θρησκευτικά και με μυστήρια, από τα οποία το αρχαιότερο είναι Η Ζωή της αγίας Νόννης, μητέρας του αγίου Δαβίδ. Ό,τι υπήρξε για τη σκοτσέζικη φιλολογία ο Μακφέρσον, το ίδιο ήταν για τη βρετονική κελτική ποίηση ο υποκόμης Ντε λα Βιλεμάρκ, ο οποίος το 1839 δημοσίευσε μια συλλογή τραγουδιών, τη Barzaz Breiz, η οποία, όπως και το Fingal του Μακφέρσον κατά ένα μέρος, δεν είναι γνήσια. Η βρετονική φιλολογία, η οποία εξακολουθεί να είναι ζωντανή, περιλαμβάνει πολλούς μικρότερους ποιητές, από τον Μπριζέ (που πέθανε το 1838) μέχρι τον Ζαφρενού και άλλους σύγχρονους ποιητές.
κελτική τέχνη.Οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις των K., παρά τις ασιατικές και κυρίως τις μεσογειακές επιδράσεις, χαρακτηρίζονται από πρωτοτυπία και σταθερότητα, αποτελώντας εκφράσεις μιας αυθεντικής αυτόχθονης ιδιοφυΐας. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και οι μύθοι τους, που συνδέονταν με τη λατρεία των νεκρών και τα φυσικά φαινόμενα, άσκησαν ισχυρή επίδραση στην πλαστική και στη διακοσμητική, τις αποδέσμευσαν από τα αναπαραστατικά στοιχεία, ενώ συνέβαλαν στην επέκτασή τους σε πολύπλοκους συμβολισμούς και συχνά στην αφαίρεση.
Οι κυριότερες ζώνες της καλλιτεχνικής δραστηριότητας τοποθετούνται, με βάση τα ανασκαφικά ευρήματα του 20ού αιώνα, σε μια περιοχή που περιλαμβάνει το Λανγκντόκ και την Προβηγκία (Ολιούλ, Ροκπερτίζ, Μουριές, Ανσερίν κ.ά.) στα Ν και τις όχθες του Ρήνου (από το Κλάιν Άσπεργκλε μέχρι το Βαλνταγκεσχάιμ) στα Β.
Στην πλαστική κυριαρχεί το νεκρικής έμπνευσης θέμα των κομμένων κεφαλιών (têtescoupées)· ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κεφαλές του Αντρεμόν, του 3ου αι. π.Χ., του μουσείου Γκρανέ στην Εξ αν Προβάνς. Τα κομμένα κεφάλια και οι σκελετωμένες προτομές των νεκρών ηρώων και των θεών (κεφάλι του πολεμιστή της Αγίας Αναστασίας στο αρχαιολογικό μουσείο της Νιμ, θεός του Μπουρέ στο μουσείο των εθνικών αρχαιοτήτων του Σεν-Ζερμέν-αν-Λε), με την ιερατική ακαμψία τους, ακολουθούν πανάρχαια πρότυπα. Όμως, οι Κ. εκφράστηκαν καλύτερα στο είδος της διακοσμητικής που είναι πληθωρική και αρμονική, με έλικες, σπείρες και γεωμετρικά σχήματα τα οποία είναι καταλληλότερα για τη συμβολική και τη σχηματική απόδοση των τελετουργιών και της μαγείας. Έτσι, παρήγαγαν έναν μεγάλο αριθμό αντικειμένων από χαλκό, άργυρο και χρυσό με πλούσιες εγχάρακτες, σφυρήλατες ή διάτρητες διακοσμήσεις. Τα νομίσματα, ίσως τα εκπληκτικότερα τεκμήρια της αφαιρετικής τάσης που χαρακτηρίζει την κελτική τέχνη, αρχικά ήταν αντίγραφα των –πολύ διαδεδομένων στις δυτικές κελτικές περιοχές– νομισμάτων του Φιλίππου του Μακεδόνα. Αργότερα έχασαν τα περιγράμματά τους και άρχισαν να μεταμορφώνονται σε διακοσμητικά και γραμμικά σχήματα, ενώ με τη συνεχή αφαιρετική διεργασία έγιναν σχεδόν αγνώριστα. Η ίδια μεταμόρφωση παρατηρείται και στα χάλκινα νομίσματα των ενδότερων περιοχών, όπου επικρατεί η τάση της απόδοσης όχι τόσο της ανθρώπινης μορφής αλλά της κίνησής της. Όμως, στη διακόσμηση των σπαθιών, των ασπίδων και των περικεφαλαίων από τον 4o αι. π.Χ. αναπτύχθηκε ένας ιδιαίτερος τύπος, γνωστός με την ονομασία τύπος του Βαλνταλγκεσχάιμ, ο οποίος στις ανθρωπομορφικές και ζωομορφικές απεικονίσεις του χρησιμοποιεί ανατολικά πρότυπα και τα επεξεργάζεται με ένα έντονο γεωμετρικό πνεύμα. Από τα ρηνανικά κέντρα, τα προϊόντα αυτά διαδόθηκαν ευρύτατα στα Βαλκάνια και στην Ιταλία. Επίσης, πολύ διαδεδομένη υπήρξε η χρήση του σμάλτου για τον εμπλουτισμό των εξαρτημάτων της ενδυμασίας, που είχε αργότερα αξιόλογη εξέλιξη στην εκχριστιανισμένη Ιρλανδία (5ος-7ος αι. μ.Χ.). Εξίσου φημισμένα μνημεία της κελτικής τέχνης της Ιρλανδίας αποτελούν τα ιστορημένα χειρόγραφα (εικονογραφημένα χειρόγραφα) και τα χάλκινα σκαλιστά αντικείμενα, χαρακτηριστικές καλλιτεχνικές τοπικές εκδηλώσεις που αποτέλεσαν την τελευταία άμεση εκδήλωση της κελτικής τέχνης μέχρι τη μεσαιωνική εποχή. Με κελτικές επιδράσεις συνδέεται και όλη σχεδόν η διακοσμητική τέχνη των ευρωπαϊκών λαών της βαρβαρικής περιόδου.
κελτικά έθιμα.Τα έθιμα και οι δοξασίες των Κ. έχουν ινδοευρωπαϊκή προέλευση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι κελτικές λαϊκές παραδόσεις δεν διαφέρουν στην ουσία από τις γερμανικές, σλαβικές ή βαλκανικές. Σε όλες τις περιοχές της ευρωπαϊκής ηπείρου η ευφορία και η γονιμότητα δεν αποδίδονταν σε φυσικά ή φυσιολογικά αίτια αλλά σε ενσαρκώσεις πνευμάτων ή σε μετενσαρκώσεις των ψυχών των νεκρών. Ανάλογες αντιλήψεις είχαν και οι Κ., οι οποίοι πίστευαν στην απόκρυφη παρουσία πνευμάτων, αόρατων αλλά ενεργών. Γι’ αυτό είχαν, κατά παράδοση, χωρίσει το έτος σε ένα ημερολόγιο γιορτών, για να σταθεροποιήσουν καλές σχέσεις με το υπερπέραν αλλά και για να εξασφαλίσουν πλούσια συγκομιδή, πολλά ζώα και πολυάριθμους απογόνους. Το κελτικό ημερολόγιο ήταν διαιρεμένο σε τρεις κύκλους γιορτών. Ο πρώτος άρχιζε την 1η Νοεμβρίου και στη διάρκειά του υποδέχονταν τα πνεύματα, τα οποία παριστάνονταν από μεταμφιεσμένους νέους. Ο δεύτερος άρχιζε στις 30 Απριλίου από τη νύχτα και διαρκούσε όλο τον Μάιο, περίοδο κατά την οποία οι κοπέλες ήταν ταμπού για τους νέους. Πράγματι, πίστευαν ότι τότε οι κοπέλες κατέχονταν από τα πνεύματα, για να τα ευχαριστήσουν, επειδή, μετά τον χειμώνα, τους απέδιδαν κάθε πλούτο, ανανεώνοντας την ύπαιθρο. Ο τρίτος κύκλος άρχιζε τον Αύγουστο και ήταν ο κύκλος της συγκομιδής, με επακόλουθο τον θάνατο των φυτών, στα οποία ενσαρκώνονταν τα πνεύματα. Ως πνεύμα του σιταριού, για παράδειγμα, θεωρούσαν ένα μυθικό ζώο (αρκούδα, σκύλος, λαγός κλπ.), το οποίο οι θεριστές κυνηγούσαν στον κάμπο και ένας από αυτούς «του έκοβε τα πόδια», καθώς έκοβε με το δρεπάνι το τελευταίο στάχυ.
Οι Κ., επειδή αντιλαμβάνονταν το υπερπέραν ως χορηγό όλων των αγαθών του κόσμου και ως τόπο τέλειας μακαριότητας, δεν δίσταζαν να αυτοκτονήσουν για να παρατείνουν επ’ άπειρον τη διασκέδαση ενός συμποσίου (είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι η γιορτή των νεκρών ήταν ημέρα αποκριάτικου γλεντιού).
Θεωρούσαν το έτος ως μια ολοκληρωτική ανανέωση. Έτσι, οι γάμοι των Κ. μπορούσαν να έχουν ετήσια ή εξαμηνιαία διάρκεια. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ο ιρλανδικός κλήρος δεχόταν το διαζύγιο –απαγορευμένο, ως γνωστό, από τη Δυτ. Καθολική Εκκλησία– κατά τους πρώτους αιώνες μετά τον εκχριστιανισμό του νησιού.
Ασημένιος λέβητας με ανάγλυφες μυθολογικές παραστάσεις (2ος-3ος αι. π.Χ.), ο οποίος προέρχεται από την Γκούντεστρουπ (Χίμερλαντ, Δανία) και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα κελτικής χρυσοχοΐας (Εθνικό Μουσείο, Κοπεγχάγη).
Κελτικός πέλεκυς και το σχετικό καλούπι του.
Πήλινο περιδέραιο του πολιτισμού Λα Τεν, εξαίρετο δείγμα κελτικής τέχνης.
Ορειχάλκινη περικεφαλαία, δείγμα κελτικής τέχνης (Μουσείο του Σεν-Ζερμέν-αν-Λε).
ΚΕΛΤΕΣ
«Ο Γαλάτης που πεθαίνει», ελληνιστικό γλυπτό από την Πέργαμο της Μικράς Ασίας. Το βασίλειο των Ατταλιδών (3ος-2ος αι. π.Χ.) βρισκόταν σε συνεχή πόλεμο με τους Κέλτες της μικρασιατικής Γαλατίας, κατόρθωσε όμως να αντισταθεί στις επιθέσεις τους και τελικά τους νίκησε.
Κελτική θεότητα, η λεγόμενη του «περιδεραίου», εξαιτίας του περίεργου περιδεραίου στον λαιμό (Μουσείο του Σεν-Ζερμέν-αν-Λε).
* * *οι (Α Κέλται και Κελτοί, θηλ. Κελτίδες)ως κύρ. όν. ομάδα λαών ινδοευρωπαϊκής καταγωγής που ξεχώρισαν από τις ινδοευρωπαϊκές ομάδες κατά τις αρχές τής 2ης π.Χ. χιλιετίας, εξαπλώθηκαν σε διάφορα σημεία τής Ευρώπης (Βρετανία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία κ.λπ.), αναμίχθηκαν με άλλους λαούς, δημιούργησαν ιδιότυπο πολιτισμό και υποτάχθηκαν τελικώς κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα στους Ρωμαίους, οι οποίοι τους ονόμαζαν Γαλάτεςνεοελλ.ως προσηγ. οι κέλτεςλίθινα εργαλεία τής παλαιολιθικής εποχής με σχήμα σφηνοειδές ή αμυγδαλοειδές, που βρέθηκαν σε διάφορα μέρη τής Ευρώπης και θεωρήθηκαν ως όπλα τών Κελτών, απ' όπου και πήραν την ονομασία τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Celtae].
Dictionary of Greek. 2013.